Τα Ταμπακαριά, ως τόπος επεξεργασίας των δερμάτων, αναπτύχθηκαν στην ανατολική βραχώδη περιοχή των Χανίων πριν από τα μέσα του 19ου αιώνα, μακριά από τα τείχη της πόλης - αν και μαρτυρίες για την εγκατάσταση βυρσοδεψείων στα Χανιά υπάρχουν από τον 18ο αιώνα.
Η κύρια εγκατάσταση αυτών των Βιοτεχνιών στη συγκεκριμένη περιοχή, πραγματοποιήθηκε κατά την περίοδο της Αιγυπτιοκρατίας ( 1830-40), σύμφωνα με επίσημο αραβικό έγγραφο.
Ο τόπος που επιλέχθηκε για εγκατάσταση ήταν ο πιο κατάλληλος: Οι λόγοι επιλογής αυτής της περιοχής ήταν ότι βρισκόταν αρκετά μακριά και ταυτόχρονα κοντά στην πόλη, σε τοποθεσία όπου υπάρχουν άφθονα υπόγεια υφάλμυρα νερά, δίπλα σε αβαθή θάλασσα που ήταν χρήσιμη για το πρώτο στάδιο επεξεργασίας.
Η πρώτη εγκατάσταση έγινε στο παραθαλάσσιο τμήμα της οδού Βιβιλάκη και αργότερα (μετά το 1920) επεκτάθηκε ανατολικότερα (Αγία Κυριακή).
Ο μεσοπόλεμος ήταν η εποχή της μεγαλύτερης ακμής των Ταμπακαριών. Κατά τη γερμανική Κατοχή τα βυρσοδεψεία σταμάτησαν να λειτουργούν, ενώ μεταπολεμικά νέος μηχανολογικός εξοπλισμός αντικατέστησε παλιότερες μεθόδους και ο εκσυγχρονισμός κατέστησε τις Βιοτεχνίες πιο παραγωγικές και κερδοφόρες. Σημαντικό μέρος του τζίρου αποτελούσαν οι εξαγωγές.
Η κάμψη ήρθε τη δεκαετία του 70, για να φτάσει στις μέρες μας να απομένουν ζωντανές περίπου το ένα δέκατο των αρχικών επιχειρήσεων. Απομένουν τα κτήρια, τα κελύφη, πολλές φορές με ολόκληρο τον παλιό εξοπλισμό τους, μνημεία πλέον σήμερα της βιομηχανικής αρχαιολογίας.
Σήμερα από τα βυρσοδεψεία άλλα είναι εγκαταλελειμμένα, άλλα έχουν αλλάξει χρήση και μερικά από αυτά συνεχίζουν τη λειτουργία τους.
Το στοιχείο που δεν μεταβλήθηκε στο χρόνο είναι η αρχιτεκτονική τους.
Προσαρμοσμένα στις φυσικές κλίσεις του τοπίου, τα βυρσοδεψεία είναι ισόγεια με είσοδο από το δρόμο και είναι δίπατα ή τρίπατα από τη μεριά της θάλασσας. Χτισμένα με πέτρα και κεραμιδένιες στέγες, είναι τοποθετημένα στη σειρά, και διακόπτονται μόνο από πολύ στενά απότομα περάσματα με σκαλοπάτια προς τη θάλασσα.
Αποτελούν ένα αρχιτεκτονικό σύνολο μοναδικό.